- ἀκριβέστερον
- ἀκρῑβέστερον , ἀκριβήςexactadverbial compἀκρῑβέστερον , ἀκριβήςexactmasc acc comp sgἀκρῑβέστερον , ἀκριβήςexactneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαυγάζω — ἐπαυγάζω (Α) 1. φωτίζω, καταυγάζω, λάμπω 2. κοιτάζω κάτι προσεκτικά 3. ερευνώ, εξετάζω κάτι με προσοχή, λεπτομερώς («ἐπαυγασόμεθα δ αὐτῶν ἔκαστον ἀκριβέστερον», Φίλ.) 4. απρόσ. ἐπαυγάζει φωτίζει, χαράζει, φέγγει, ξημερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
ՆՈՐՈԳԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0446 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c մ. νεοσφάτως, νεωστί recenter, recens, novo modo. որ եւ ՆՈՐՈԳ. Վերստին նորոգմամբ. եւ Այն ինչ. նոր. նորապէս. նոր օրինակաւ. դեռ նոր, նորանց, նոր կերպով. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)